- ἀνακρίσεις
- ἀνάκρισιςexaminationfem nom/voc pl (attic epic)ἀνάκρισιςexaminationfem nom/acc pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαδικάζω — (Α) 1. ως δικαστής εκφέρω κρίση σε κάποια υπόθεση 2. (με αιτ. πράγματος) συμβιβάζω 3. (στην Αθήνα για ναυτικές υποθέσεις) ενεργώ έρευνα ή ανακρίσεις 4. μέσ. διαφιλονικώ δικαστικώς, έρχομαι σε αντιδικία προς κάποιον 5. υποβάλλω σε δίκη τον εαυτό… … Dictionary of Greek
καρίν — καρίν, τὸ (Μ) εδώλιο όπου γίνονταν ανακρίσεις και βασανιστήρια. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < βετ. carino] … Dictionary of Greek
πάπας — I Επώνυμο δύο Ελλήνων λογίων. 1. Άνθιμος. Λόγιος του 19ου αι. Καταγόταν από τα Τρίκαλα της Θεσσαλίας. Δίδαξε στην ελληνική σχολή του Νουσάτζ της Ουγγαρίας (1806 10) και σε εκείνην της Βουδαπέστης από το 1811. Στην τελευταία αυτή πόλη κυκλοφόρησε… … Dictionary of Greek
παπάς — I Επώνυμο δύο Ελλήνων λογίων. 1. Άνθιμος. Λόγιος του 19ου αι. Καταγόταν από τα Τρίκαλα της Θεσσαλίας. Δίδαξε στην ελληνική σχολή του Νουσάτζ της Ουγγαρίας (1806 10) και σε εκείνην της Βουδαπέστης από το 1811. Στην τελευταία αυτή πόλη κυκλοφόρησε… … Dictionary of Greek
πρωτονοτάριος — Εκκλησιαστικό αξίωμα, που δίνεται στους πρεσβύτερους και στους διάκονους ή αναγνώστες, σπάνια δε σε λαϊκούς. Ο π. συντάσσει διάφορα έγγραφα, μετέχει σε ανακρίσεις για γάμους ή περιουσιακές διαφορές, διαβάζει το Ευαγγέλιο την Κυριακή των Βαΐων και … Dictionary of Greek
σιμωνιακά — Πολύκροτο σκάνδαλο, που αποκαλύφτηκε τον Ιανουάριο του 1875 στην Ελλάδα, και στο οποίο είχαν ανάμειξη γνωστοί πολιτικοί και κορυφαίοι κληρικοί. Συγκεκριμένα, μετά την παραίτηση της κυβέρνησης του Δ. Βούλγαρη, διατυπώθηκαν κατηγορίες εναντίον δύο… … Dictionary of Greek
συνανακρίνω — ΜΑ 1. ανακρίνω κάποιον μαζί με άλλον 2. διεξάγω ανακρίσεις για περισσότερα από ένα θέματα ταυτόχρονα … Dictionary of Greek
χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… … Dictionary of Greek
Αθεϊκά — Χαρακτηρισμός που επικράτησε να δίνεται στον κύκλο των επεισοδίων και των διωγμών που σημειώθηκαν στον Βόλο το 1908, με την ίδρυση του Ανώτερου Δημοτικού Παρθεναγωγείου και τη δημιουργία του Εργατικού Κέντρου Βόλου. Ο κύκλος έκλεισε με τη δίκη… … Dictionary of Greek
Αντρεότι, Τζούλιο — (Giulio Andreotti, 1919 –). Ιταλός πολιτικός. Εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος το 1946, υπηρέτησε ως υφυπουργός στην κυβέρνηση του Αλτσίντε ντε Γκάσπαρι μέχρι το 1953 και ως υπουργός Εσωτερικών το 1954 στην… … Dictionary of Greek